Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Διότι άλλοτε ήσασθε σκοτάδι εξ αιτίας της πλάνης και της αμαρτίας, που
κυριαρχούσε μέσα σας. Τωρα όμως δια του Κυρίου έχετε φωτισθή και είσθε
φως. Να ζήτε, λοιπόν, και να συμπεριφέρεσθε σαν άνθρωποι, που τα πάντα
εις αυτούς είναι φως αληθείας και αρετής. 9
(Εφ' όσον ελάβετε το πνευματικόν φως πρέπει να έχετε και φωτεινήν ζωήν).
Διότι ο άγιος καρπός τον οποίον παράγει το Αγιον Πνεύμα μέσα εις τας
καρδίας των πιστών, εκδηλώνεται με κάθε καλωσύνην και δικαιοσύνην και
φιλαλήθειαν. 10 Να ερευνάτε και να διακρίνετε πάντοτε, τι είναι ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, 11
και να μη συμμετέχετε εις τα έργα του σκότους, που είναι άκαρπα και
επιβλαβή. Ούτε καν και να τα ανέχεσθε, αλλά μάλλον να τα ελέγχετε και να
τα παρουσιάζετε εις τα μάτια όλων επιβλαβή και ολέθρια. 12
Διότι όσα από τους ασεβείς και αμαρτωλούς γίνονται κρυφά και στο σκότος
είναι αισχρόν και να τα αναφέρη κανένας. (Δι' αυτό ακριβώς και δεν
είναι νοητόν, όχι μόνον να συμμετέχετε, αλλ' ούτε και να συζητήτε μεταξύ
σας δι' αυτά. Μονον δε να τα ελέγχετε εις διόρθωσιν των αμαρτωλών και
περιφρούρησιν των άλλων). 13 Ολα δε αυτά τα
πονηρά έργα κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά πόσον ολέθρια
είναι (ώστε οι μεν καλοπροαίρετοι αμαρτωλοί να μετανοήσουν, οι δε άλλοι
να προφυλαχθούν). Διότι κάθε τι που φανερώνεται, είτε καλόν είτε κακόν,
είναι σαν το φως, ώστε ο καθένας να κανονίση απέναντι αυτού την στάσιν
του. 14 Ο έλεγχος εις φανέρωσιν του κακού
και διόρθωσιν του αμαρτάνοντος πρέπει να γίνεται· δι' αυτό και το Αγιον
Πνεύμα ελέγχει και φωνάζει προς κάθε αμαρτωλόν· Σηκω, συ που κοιμάσαι
τον ύπνον της αμαρτίας, και πετάξου ορθός ανάμεσα από τους νεκρούς της
αμαρτίας και θα σε φωτίση ο Χριστός. 15
Προσέχετε, λοιπόν, εφ' όσον έχετε φωτισθή από τον Χριστόν, πως με κάθε
ακρίβειαν να συμπεριφέρεσθε, όχι σαν μωροί και ασύνετοι, αλλά σαν
φρόνιμοι και συνετοί. 16 Να κερδίζετε
πάντοτε και να εκμεταλλεύεσθε δια το αγαθόν τον χρόνον και τας ευκαιρίας
της παρούσης ζωής, διότι αι ημέραι, εξ αιτίας της αμαρτίας που
επικρατεί, είναι γεμάται πειρασμούς και πνευματικούς κινδύνους. 17
Δι' αυτό προσέχετε να μη γίνεσθε και φέρεσθε σαν ασύνετοι, αλλά να
ερευνάτε και να ενοήτε καλά ποίον είναι το θέλημα του Κυρίου. 18
Και μη μεθάτε με οίνον· εις την μέθην υπάρχει πάντοτε η ασωτία και η
κατάπτωσις. Αλλά γεμίζετε την ψυχήν, την καρδίαν και τον νου σας με
Πνεύμα Αγιον. 19 Θα αισθάνεσθε τότε
ασυγκρίτως ανώτερον και μεγαλύτερον ενθουσιασμόν από εκείνον, που
δοκιμάζουν οι μέθυσοι, τον οποίον και θα εξωτερικεύετε λαλούντες μεταξύ
σας με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, άδοντες και ψάλλοντες
στον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε. 36 Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. 38 Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 39
Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση,
δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε·
“απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”. 40 Εστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ' εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”. 43
Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν
ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το
θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και
δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον,
διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον
οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20
Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης,
να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22
Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα
όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι
θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος
μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24
Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς
του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την
βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι
ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26
Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή,
αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα
χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.